παραληπτικός

παραληπτικός
παραληπ-τικός, ή, όν, later [suff] παραληπ-λημπτικός,
A used for calculating dues,

μέτρον POxy.101.41

(ii A. D.), etc.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • παραληπτικός — και παραλημπτικός, ή, όν, Α [παραληπτός] αυτός που χρησιμοποιείται προκειμένου να μετρήσει ή να υπολογίσει κανείς κάτι («παραλημπτικὸν μέτρον», πάπ.) …   Dictionary of Greek

  • παραληπτικόν — παραληπτικός used for calculating dues masc acc sg παραληπτικός used for calculating dues neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραληπτικοῖς — παραληπτικός used for calculating dues masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”